Γονεϊκό κάπνισμα και ανάπτυξη της «Ειδικής Γλωσσικής Διαταραχής»
σε παιδιά σχολικής και προσχολικής ηλικίας
Προκαταρκτικά στοιχεία

Λ. ΜΕΣΣΗΝΗΣ, Γ. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ, Π.Τ. ΦΕΙΔΙΑ
1. ΤΕΙ Πάτρας, Σχολή Επιστημών Υγείας, Τμήμα Λογοθεραπείας
2. ΙΚΑ Ζαρουχλέικα, Πάτρα

Περίληψη
H «ειδική γλωσσική διαταραχή» (ΕΓΔ) είναι διαταραχή της γλώσσας που αντιπροσωπεύει μία ομάδα παιδιών τα οποία ανήκουν στον πληθυσμό των ατόμων με διαταραχές της γλώσσας, και η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποιο αναγνωρίσιμο αίτιο. θα πρέπει επίσης να αναφερθεί, ότι παρατηρούνται αδυναμίες χειρισμού της γλώσσας στα άτομα με ΕΓΔ, οι οποίες είναι έκδηλες στην ύστερη παιδική ηλικία, εφηβεία, και σε μερικές περιπτώσεις ενηλίκων. Παρόλο που η ΕΓΔ δεν έχει οριστεί σαφώς στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, μπορούμε εντούτοις να απομονώσουμε συγκεκριμένες γλωσσικές δυσλειτουργίες/ ελλείψεις κοινές σε όλα τα παιδιά με ΕΓΔ. Αυτές είναι διαταραχές στην έκφραση και κατανόηση της γλώσσας, αν και τα παιδιά με ΕΓΔ χειρίζονται ικανοποιητικά τις αρμόζουσες για την ηλικία τους έννοιες, όπως κατανόηση χρήσης καθημερινών αντικειμένων. Οι δυσκολίες εκμάθησης της γλώσσας δεν σχετίζονται με νοητική υστέρηση, ακουστική δυσλειτουργία η διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές. Εάν και η ακριβής αιτιολογία παραμένει άγνωστη η υπάρχουσα βιβλιογραφία αναφέρει ότι υπάρχουν ορισμένοι παθογονικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως το γονεϊκό κάπνισμα, τόσο προγεννητικά όσο και μεταγεννητικά που μπορεί να προδιαθέσουν τα παιδιά αυτά στο να αναπτύξουν ΕΓΔ. Η παρούσα έρευνα είχε σκοπό να διερευνήσει την πιθανή επίδραση του γονεϊκού καπνίσματος στην ανάπτυξη της ΕΓΔ και την απόδοση σε γλωσσικές δοκιμασίες παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας με ΕΓΔ σε σύγκριση με παιδιά που είχαν φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη. Προκαταρκτικά ευρήματα από την χορήγηση της γλωσσικής δοκιμασίας TOLD-P-2, έδειξαν ότι το γονεϊκο κάπνισμα πιθανώς να συσχετίζεται με την ανάπτυξη της ΕΓΔ. Επιπρόσθετα, τα παιδιά με ΕΓΔ είχαν χαμηλότερη απόδοση στις 5 από τις 7 γλωσσικές υπό-κλίμακες της δοκιμασίας TOLD-P-2, σε σύγκριση με τα παιδιά που είχαν φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη. Τα παιδιά των οικογενειών στις οποίες κάπνιζαν και οι δύο γονείς προγεννητικά, είχαν μειωμένη απόδοση τόσο στην κατανόηση όσο και στην παραγωγή του λόγου, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα παιδιά τα οποία αντιμετώπιζαν μεγαλύτερες δυσκολίες στην παραγωγή παρά στην κατανόηση του λόγου. Όλα τα παιδιά με ΕΓΔ ανεξάρτητα από τον τύπο της Ειδικής γλωσσικής διαταραχής, παρουσίαζαν σοβαρές ελλείψεις ιδιαίτερα στο προφορικό λεξιλόγιο.

Λέξεις κλειδιά: Γονεϊκό κάπνισμα, Ειδική Γλωσσική Διαταραχή, Πρόληψη.

Εισαγωγή

Ένα είδος γλωσσικής διαταραχής , που παρατηρείται στην παιδική ηλικία, είναι η «ειδική γλωσσική διαταραχή» (ΕΓΔ). Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι παρόλο πού η κατάκτηση της γλωσσικής ικανότητας γίνεται εμφανής με το χρόνο, παρατηρούνται αδυναμίες χειρισμού της γλώσσας στα άτομα με ΕΓΔ, οι οποίες είναι έκδηλες στην ύστερη παιδική ηλικία, εφηβεία, και σε μερικές περιπτώσεις ενηλίκων. Για παράδειγμα, οι Arams & Nation (1984), βρήκαν ότι 40% των προνήπιων με ΕΓΔ συνεχίζουν να έχουν σημαντικά προβλήματα στην γλώσσα τέσσερα ή πέντε χρόνια μετά. Μία άλλη μελέτη που έγινε από τους Aron, Ekelman & Nation (1984) σε ένα σύνολο 13 προνήπιων, έδειξε ότι το 85% του δείγματος παρουσίαζε προβλήματα στην κατανόηση της γλώσσας και κατά την διάρκεια της εφηβείας. Οι εκτιμήσεις για τον επιπολασμό της ΕΓΔ σε παγκόσμιο επίπεδο δίνουν ένα ποσοστό 1.5% παγκοσμίως, (Leonard, 1998). Σύμφωνα με το Διαγνωστικό εγχειρίδιο Ψυχιατρικών Διαταραχών DSM IV (1994), το ποσοστό παιδιών που έχουν ΕΓΔ αλλά μόνο προβλήματα παραγωγής λόγου είναι περίπου 5%. Εάν συνδυαστούν προβλήματα κατανόησης και παραγωγής το ποσοστό αυτό μειώνεται σε περίπου 3%.

Η «ειδική γλωσσική διαταραχή» μέχρι σήμερα τουλάχιστον, δεν σχετίζεται με αντιληπτικές, νευροκινητικές ή γνωσιακές βλάβες. Παρόλο που η ΕΓΔ δεν έχει ορισθεί επακριβώς, όπως φαίνεται από την επισκόπηση της βιβλιογραφίας μπορούμε παρόλο αυτά να βρούμε κοινά χαρακτηριστικά σε όλα τα παιδιά που πάσχουν από αυτή. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι: διαταραχές της έκφρασης και κατανόησης της γλώσσας, αν και τα παιδιά με ΕΓΔ χειρίζονται ικανοποιητικά τις αρμόζουσες για την ηλικία τους έννοιες, όπως είναι η κατανόηση της χρήσης και λειτουργίας των αντικειμένων.

Βιβλιογραφική ανασκόπηση

Κατά την τελευταία περίπου δεκαετία έχει καταδειχθεί ότι η ΕΓΔ είναι οικογενειακή, παρά ατομική διαταραχή (Tomblin, 1989 & Palmour, 1997). Επιπρόσθετα, μελέτες που έχουν γίνει με δίδυμα, υπέθεσαν ότι μπορεί να υπάρχουν γενετικοί παράγοντες που να προδιαθέτουν στην εκδήλωση της ΕΓΔ (Bishop, et al., 1995; Palmour, 1997). Με βάση αυτά τα δεδομένα μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ΕΓΔ είναι μία μορφή εξελικτικής δυσφασίας που χαρακτηρίζει κάποιες οικογένειες. Η θέση αυτή ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι σύγχρονες απεικονιστικές μέθοδοι (MRI) έχουν δείξει ότι η περιοχή του BROCA στο αριστερό ημισφαίριο είναι αισθητά μικρότερη στα παιδιά με ΕΓΔ απ’ ότι στα φυσιολογικά παιδιά. Επίσης τα παιδιά με ΕΓΔ παρουσιάζουν μια δεξιότροπη ασυμμετρία των γλωσσικών δομών (Gauger, Lomburdino, Leonard, 1997). Φυσικά οι γενετικές ιδιότητες των ασθενών ή των διαταραχών μπορεί να είναι αποτέλεσμα τόσο των κοινών περιβαλλοντικών επιδράσεων που δέχονται τα μέλη μιας οικογένειας όσο και των γονιδίων. Άρα οποιαδήποτε προσπάθεια εντοπισμού των γενετικών αιτιών των εξελικτικών διαταραχών θα πρέπει να επικουρείτε από έρευνες που θα εντοπίζουν κοινούς περιβαλλοντικούς παράγοντες στους οποίους εκτίθενται τα μέλη μιας οικογένειας και οι οποίοι μπορεί να συμβάλλουν στην εκδήλωση των συμπτωμάτων μιας γενετικής προδιάθεσης. Υπό αυτή την έννοια η έκθεση στο γονεϊκό κάπνισμα είναι ένας κοινός περιβαλλοντικός παράγοντας για όλα τα μέλη της οικογένειας, αφού εάν ένας ή και οι δύο γονείς καπνίζουν, όλα τα παιδιά σε μία οικογένεια υφίστανται τα αποτελέσματα του. Επιπρόσθετα οι γονείς οι οποίοι καπνίζουν είναι πιθανό να προέρχονται και οι ίδιοι από οικογένειες καπνιστών (Botvin & Mcallister, 1981). Επομένως ο εθισμός στο κάπνισμα μπορεί να φαίνεται ως μία κατάσταση που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, παρόλο που δεν έχει γενετικό υπόβαθρο. Αυτό που ξέρουμε γενικά για την ναρκωτική ουσία νικοτίνη είναι πώς επηρεάζει δυσμενώς την ανάπτυξη του εμβρύου αφού παρεμποδίζει τις αναπτυξιακές ιδιότητες των ορμονών και επιπρόσθετα τα παιδιά μητέρων που κάπνιζαν κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης παρουσιάζουν περισσότερα γνωσιακά και συμπεριφορικά προβλήματα από τα παιδιά μητέρων που δεν κάπνιζαν κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης (Naeye, 1992). Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι τα παιδία με ΕΓΔ ανεξάρτητα από το αν έχουν εκτεθεί στο κάπνισμα ή όχι-παρουσιάζουν περισσότερα συμπεριφορικά και κοινωνικά προβλήματα σύμφωνα με εκτιμήσεις των δασκάλων τους ( Leonard, 1998).

Η επίδραση του γονεϊκού καπνίσματος στην ανάπτυξη της ευφυίας

Παρόλο πού η νικοτίνη έχει σαφέστατα μία ανασταλτική επίδραση στις αναπτυξιακές ιδιότητες των ορμονών, κατά την διάρκεια της κύησης, οι μελέτες που έχουν προσπαθήσει να συσχετίσουν το γονεϊκό κάπνισμα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης με την γνωσιακή κατάσταση του παιδιού, έχουν δώσει ποικίλα αποτελέσματα. Έτσι κάποιες δεν έχουν βρει καμία σχέση ανάμεσα στο μητρικό κάπνισμα και την ευφυΐα του νεογνού ή του παιδιού (Baghurst et al., 1992). Άλλες όμως μελέτες έχουν βρει κάποια σχέση ανάμεσα στο μητρικό κάπνισμα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και στην μειωμένη ευφυία παιδιών από τους 9 μήνες έως την σχολική ηλικία (Richardson et al., 1995). Ανάμικτα ερευνητικά πορίσματα προκύπτουν και από διαχρονικές μελέτες. Για παράδειγμα, οι McGee & Stunton (1994) βρήκαν μια σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στο μητρικό κάπνισμα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και το Δ.Ν. στην ηλικία των 5 ετών, καθώς και το διάβασμα στην ηλικία των 9 ετών για τα κορίτσια, αλλά όχι για τα αγόρια. Παρομοίως η ανάλυση των Olds et. al., (1994) αποκάλυψε ότι το μητρικό κάπνισμα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης είχε μια αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη της ευφυίας των παιδιών στην ηλικία των 3 και 4 ετών, αλλά όχι στις ηλικίες των ένα και δύο ετών. Οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι ο λόγος που οι διαφορές γίνονται εμφανείς στις μεγαλύτερες ηλικίες είναι λόγω της επίδρασης του καπνίσματος στην φλοιική ανάπτυξη, ένα αποτέλεσμα όμως που δεν εκδηλώνεται παρά στις ηλικίες που τα τεστ νοημοσύνης βασίζονται περισσότερο στην γλώσσα και στην μνήμη. Οι πιο πειστικές αποδείξεις που συσχετίζουν την νοητική ανάπτυξη του παιδιού με το μητρικό κάπνισμα προέρχονται από δύο διαχρονικές μελέτες. Η πρώτη είναι η Εθνική Μελέτη Ανάπτυξης του παιδιού στις Η.Π.Α που μελέτησε τα παιδιά από την γέννηση μέχρι την ενηλικίωση. Οι ερευνητές βρήκαν σημαντικές διαφορές στην απόδοση των ατόμων των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν κατά την διάρκεια της κύησης, σε σύγκριση με άτομα των οποίων οι μητέρες δεν κάπνιζαν. Οι διαφορές αφορούσαν στις αναγνωστικές ικανότητες των παιδιών στην ηλικία των 7 καθώς επίσης και στο διάβασμα, μαθηματικά και γενικές δεξιότητες στην ηλικία των 11 και στα εκπαιδευτικά προσόντα που είχαν ως ενήλικες (Foyelam & Manor, 1988). Η δεύτερη έρευνα είναι η προγεννητική προβολική μελέτη του πανεπιστημίου της Ottawa (Fried et al., 1992), που παρακολούθησε παιδιά από την γέννηση μέχρι τους 72 μήνες. Οι ερευνητές βρήκαν ότι υπάρχει κάποια συσχέτιση ανάμεσα στο μητρικό κάπνισμα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και στην μειωμένη ευφυία των παιδιών στους 12, 36, 48, 60 και 72 μήνες.

Η επίδραση του γονεϊκού καπνίσματος στην ανάπτυξη της γλώσσας

Το γονεϊκό κάπνισμα έχει επίσης συσχετισθεί με μειωμένη γλωσσική ικανότητα. Οι περισσότερες μελέτες έχουν καταδείξει μία σχέση ανάμεσα στο μητρικό κάπνισμα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και την γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών. Οι Gusella & Fried (1984) και Fried & Watkinson (1988) βρήκαν διαφορές στην απόδοση μεταξύ βρεφών καπνιστριών και βρεφών μη καπνιστριών, στα ακουστικά και γλωσσικά στοιχεία της Κλίμακας Bayley για την ανάπτυξη των βρεφών στις ηλικίες των 4 και 6 ημερών και στους 13 μήνες, αλλά όχι στους 24 μήνες. Οι Baghurst (1992) & Fried (1992) βρήκαν μια σχέση ανάμεσα στο κάπνισμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και στην απόδοση στη λεκτική κλίμακα, των κλιμάκων McCarthy για τις παιδικές δεξιότητες στις ηλικίες των 36 & 48 μηνών. Οι Fried et al., (1992) έδειξαν ότι υπάρχει μία δυσμενής επίδραση του καπνίσματος στις εκφραστικές δεξιότητες της γλώσσας χρησιμοποιώντας την κλίμακα γλωσσικής ανάπτυξης του Reynell. Τα αποτελέσματα του καπνίσματος στην γλώσσα και στην ανάγνωση ήταν επίσης εμφανή και στις ηλικίες 9-12 ετών.

Η παρούσα έρευνα είχε σκοπό να διερευνήσει την σχέση γονεϊκού καπνίσματος και ανάπτυξη της ΕΓΔ και πιο συγκεκριμένα:

Οι υποθέσεις που διατυπώθηκαν ήταν οι εξής:

  1. Τα παιδιά με ΕΓΔ θα έχουν μειωμένη απόδοση στις γλωσσικές δοκιμασίες που θα χρησιμοποιηθούν στην μελέτη σε σύγκριση με παιδιά που έχουν φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη.
  2. Τα παιδιά με ΕΓΔ που έχουν γονείς καπνιστές θα έχουν μειωμένη απόδοση στις γλωσσικές δοκιμασίες που θα χρησιμοποιηθούν στην μελέτη σε σύγκριση με παιδιά που έχουν ΕΓΔ αλλά προέρχονται από γονείς μη καπνιστές.
  3. Τα παιδιά με ΕΓΔ που έχουν μητέρα καπνίστρια κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης θα έχουν μειωμένη απόδοση στις γλωσσικές δοκιμασίες που θα χρησιμοποιηθούν στην μελέτη σε σύγκριση με παιδιά που έχουν ΕΓΔ αλλά προέρχονται από γονείς μη καπνιστές.

Μέθοδος

Συμμετέχοντες

Στην παρούσα μελέτη έλαβαν μέρος 29 παιδιά με προβλήματα λόγου και οι οικογένειες τους. Τα προβλήματα αυτά ήταν φωνολογική διαταραχή, μεικτή διαταραχή της γλωσσικής αντίληψης και έκφρασης και ειδική γλωσσική διαταραχή (ΕΓΔ). Έλαβαν μέρος και 13 παιδιά με φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη και οι οικογένειες τους. Ο μέσος όρος ηλικίας των παιδιών με προβλήματα λόγου ήταν 4.5 χρονών και ο μέσος όρος των παιδιών με φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη ήταν 4.8 χρονών. Η επιλογή του δείγματος των παιδιών με προβλήματα λόγου έγινε από παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας (πρώτη δημοτικού) και το ποσοστό των αγοριών και κοριτσιών ήταν 72.3 % και 26.7% αντίστοιχα. Ειδικότερα, βρέθηκαν 9 παιδιά (7 αγόρια και δύο κορίτσια) με μέσο όρο ηλικίας 4.7χρ. από το σύνολο των 29 παιδιών με προβλήματα λόγου τα οποία πληρούσαν τα κριτήρια επιλογής για την ειδική γλωσσική διαταραχή (βλ. διαδικασία). Η πλειοψηφία των γονέων των παιδιών με Ε.Γ.Δ (42.85%) ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα (30-35χρ). Ενώ για της υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες τα ποσοστά ήταν 28.57% (35-40 χρ) και 24.28% (20-30χρ). Οι περισσότεροι γονείς ήταν απόφοιτοι Λυκείου (71.42%) ενώ οι απόφοιτη Δημοτικού και ΑΕΙ-ΤΕΙ ήταν 19.28 % και 9.62 % αντίστοιχα. Όσον αφορά την περιοχή διαμονής το (42.85%) προέρχονταν από ημιαστικές περιοχές ενώ το (15.72 %) προέρχονταν από αστικές περιοχές, το υπόλοιπο (41.63%) από αγροτικές περιοχές. Οι γονείς των παιδιών με φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη προέρχονταν κατά κύριο λόγο από αστικές περιοχές (63.3%) ενώ οι υπόλοιπόι (37.7%) από ημιαστικές και αγροτικές περιοχές.

Eρωτηματολόγιο για τους γονείς

Το ερωτηματολόγιο αυτόαναφορας που κατασκευάστηκε ειδικά για αυτή τη μελέτη αφορούσε στις συνήθειες του καπνίσματος των γονέων και περιλάμβανε ερωτήσεις που διερευνούσαν την καπνιστική συμπεριφορά της μητέρας προ και μετά την εγκυμοσύνη, κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς επίσης και την καπνιστική συμπεριφορά του πατέρα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης ή στην παρουσία του παιδιού (Βλ. παράρτημα). Το ερωτηματολόγιο αυτό εστάλη ταχυδρομικώς τόσο στους γονείς των παιδιών με ΕΓΔ και στους γονείς παιδιών με φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη. Περιελάμβανε οδηγίες συμπλήρωσης για τον κάθε γονιό χωριστά. Επίσης χορηγήθηκε φάκελος για την επιστροφή του ερωτηματολογίου.


Διαδικασία

Διαδικασία επιλογής δείγματος

Το δείγμα των 9 παιδιών ( 7 κορίτσια και 2 αγόρια) με Ε.Γ.Δ. επιλέχθηκε από ένα πληθυσμό 29 παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας (πρώτη δημοτικού) με προβλήματα λόγου. Τα προβλήματα αυτά ήταν φωνολογική διαταραχή, μεικτή διαταραχή της γλωσσικής αντίληψης και έκφρασης και ¨ειδική γλωσσική διαταραχή¨ (ΕΓΔ). Τα παιδιά αυτά είχαν παραπεμφθεί στους ερευνητές από ειδικούς νηπιαγωγούς, δασκάλους, Ψυχολόγους, παιδίατρους ή παιδονευρολόγους κατά την διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2000.

Κριτήρια επιλογής δείγματος των παιδιών με ¨ειδική γλωσσική διαταραχή¨

Από το σύνολο των 29 παιδιών με προβλήματα λόγου που παραπέμφθηκαν στους ερευνητές, αποκλείστηκαν τα 20 επειδή μετά από κλινική και γλωσσική αξιολόγηση βρέθηκε ότι παρουσιάζουν προβλήματα λόγου που όμως δεν πληρούσαν τα κριτήρια επιλογής για την ειδική γλωσσική διαταραχή¨.

Τα κριτήρια αυτά ήταν:

  1. Η επίδοση στις γλωσσικές δοκιμασίες θα πρέπει να είναι χαμηλότερη κατά -1.25 SD (τυπική απόκλιση από το μέσο όρο).
  2. Φυσιολογική νοημοσύνη και το πηλίκο πρακτικής νοημοσύνης 85 η παραπάνω, σύμφωνα με την κλίμακα WISC-III ( Ελληνική εκδ.)
  3. Φυσιολογική ακοή, μετά από ωτορινολαρυγγολογική εξέταση
  4. Μη πρόσφατα επεισόδια μέσης ωτίτιδας με εκροή, βάσει ιστορικού και ωτορινολαρυγγολογική εξέταση.
  5. Μη ανιχνεύσιμες αποδείξεις επιληπτικών διαταραχών, εγκεφαλικής παράλυσης, εγκεφαλικών τραυμάτων, μετά από παιδονευρολογική εξέταση.
  6. Φυσιολογική στοματοκινητική λειτουργία, μετά από λογοπαθολογική εξέταση
  7. Φυσιολογικές κοινωνικές επαφές ή συμμετοχή σε κοινωνικές δραστηριότητες.
  8. Αποκλεισμός διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών, μετά από παιδοψυχιατρική εξέταση.

Υλικό

Γλωσσικές δοκιμασίες

Τα παιδιά εξετάστηκαν με την δοκιμασία γλωσσικής ανάπτυξης (TOLD-P-2 TEST OF LANGUAGE DEVELOPMENT-PRIMARY), (Newcomer & Hammill, 1991). Η δοκιμασία αυτή αποτελείται από 7 κλίμακες γλωσσικής ανάπτυξης και είναι κατάλληλη για χορήγηση σε παιδιά ηλικίας από 4ετών έως 8ετών και 11 μηνών. Η δοκιμασία είναι χρήσιμη για την διάγνωση διαταραχών της σύνταξης, της σημασιολογίας, της έκφρασης και της κατανόησης της γλώσσας καθώς επίσης και για την διαφορική διάγνωση μεταξύ των ειδών των γλωσσικών διαταραχών. Η δοκιμασία αυτή προσαρμόστηκε, μετά από μετάφραση στην ελληνική σε δείγμα φυσιολογικών παιδιών σχολικής και προσχολικής ηλικίας που επιλέχθηκε από δύο νηπιαγωγεία της περιοχής των Πατρών. Επίσης χορηγήθηκε η ίδια μεταφρασμένη μορφή της δοκιμασίας και προσαρμόστηκε σε παιδιά που είχαν παραπεμφθεί στους συγγραφείς από ειδικούς παιδαγωγούς και δασκάλους με πιθανή διάγνωση γλωσσικής/επικοινωνιακής διαταραχής.

Οι 7 κλίμακες (υπό-δοκιμασίες) του TOLD-P-2 είναι:

Από τις παραπάνω χρησιμοποιήθηκαν μόνο οι πρώτες πέντε δοκιμασίες στις οποίες τα παιδιά με ΕΓΔ θα αντιμετώπιζαν τις περισσότερες δυσκολίες, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας για την ΕΓΔ, ( Leonard, 1998).

Ψυχομετρικές δοκιμασίες

Για την αξιολόγηση της νοημοσύνης των παιδιών τους χορηγήθηκε το WISC -III, που έχει σταθμιστεί στην Ελλάδα (Γεώργας, Παρασκευόπουλος, Μπεζεβέγκης, Γιαννίτσας, 1997).

Ιατρική αξιολόγηση

Η αξιολόγηση των κριτηρίων επιλογής 3,4,5,7,8 έγινε από τους αρμόδιους κατά περίπτωση ειδικούς Ιατρούς, σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα για ανάλογες κλινικές αξιολογήσεις. Η αξιολόγηση του κριτηρίου 6, έγινε από κλινικό λογοπαθολόγο.

Αποτελέσματα

Η παρούσα έρευνα είχε σκοπό να διερευνήσει την πιθανή επίδραση του γονεϊκού καπνίσματος στην ανάπτυξη της Ειδικής Γλωσσικής Διαταραχής (ΕΓΔ) και την απόδοση σε γλωσσικές δοκιμασίες παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας με ΕΓΔ σε σύγκριση με παιδιά που είχαν φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη. Από το σύνολο των 9 ερωτηματολογίων που απεστάλησαν στους γονείς των παιδιών με ΕΓΔ, επιστράφηκαν στους ερευνητές τα 5. Αφορούσαν 2 οικογένειες καπνιστών και 1 οικογένεια μη καπνιστών, και 2 οικογένειες που κάπνιζε μόνο ο πατέρας. Επίσης από τα 13 ερωτηματολόγια που εστάλησαν στους γονείς των παιδιών με φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη, επιστράφηκαν τα 7. Τα στοιχεία αυτά κατά την άποψη των ερευνητών ήταν περιορισμένα αριθμητικά για να γίνει μία ολοκληρωμένη στατιστική ανάλυση. Επομένως τα αποτελέσματα της μελέτης θα συζητηθούν με βάση τις προκαταρκτικές κλινικές ενδείξεις που παρατηρήθηκαν από την χορήγηση της γλωσσικής δοκιμασίας TOLP-P-2 και το ερωτηματολόγιο αυτοαναφοράς.

Προκαταρκτικά ευρήματα από την χορήγηση της γλωσσικής δοκιμασίας TOLD-P-2, έδειξαν ότι το γονεϊκο κάπνισμα πιθανώς να συσχετίζεται με την ανάπτυξη της ΕΓΔ. Επιπρόσθετα, τα παιδιά με ΕΓΔ είχαν σημαντικά χαμηλότερη απόδοση στις 5 από τις 7 γλωσσικές υπό-κλίμακες της δοκιμασίας TOLD-P-2, σε σύγκριση με τα παιδιά που είχαν φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη. Οι υπό-κλίμακες αυτές ήταν Picture vocabulary, (λεξιλόγιο εικόνων-ακουστική κατανόηση); oral vocabulary, (προφορικό λεξιλόγιο); word articulation, (άρθρωση λέξεων); grammatical completion, (γραμματική συμπλήρωση); και grammatical understanding (γραμματική κατανόηση) Επίσης διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά των οικογενειών στις οποίες κάπνιζαν και οι δύο γονείς προγεννητικά, είχαν μειωμένη απόδοση τόσο στην κατανόηση όσο και στην παραγωγή του λόγου, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα παιδιά τα οποία αντιμετώπιζαν μεγαλύτερες δυσκολίες στην παραγωγή παρά στην κατανόηση του λόγου. Επίσης διαπιστώθηκε, ότι όλα τα παιδιά με ΕΓΔ έκαναν καθόλου ή ελάχιστα φωνολογικά λάθη. Τα προβλήματα τους αφορούσαν στις γραμματικές, μορφολογικές και συντακτικές πλευρές της γλώσσας. Όλα τα παιδιά με ΕΓΔ ανεξάρτητα από τον τύπο της Ειδικής γλωσσικής διαταραχής, παρουσίαζαν σοβαρές ελλείψεις ιδιαίτερα στο προφορικό λεξιλόγιο.

Τα προκαταρκτικά ευρήματα της παρούσας μελέτης, υποστηρίζουν ευρήματα της διεθνής βιβλιογραφίας για την κλινική εικόνα της ΕΓΔ, και δίνουν το έναυσμα για περαιτέρω ευρύτερες μελέτες στην διερεύνηση της σχέσεως γονεϊκού καπνίσματος και ανάπτυξη της ΕΓΔ.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Aram, D., & Nation, J (1984). Preschoolers with language Disorders: 10 years later. Journal of Speech and Hearing Research, 27,232-244.
  2. Baghurst, P., Tong, S., Woodward, A. and McMichael, A., 1992. Effects of maternal smoking upon neuropsychological development in early childhood: Importance of taking account of social and environmental factors. Pediatric and Perinatal Epidemiology, 6, 403- 415.
  3. Bishop, D.V.M., North, T. and Donlan, C., (1995). Genetic basis of specific language impairment: Evidence from a twin study. Developmental Medicine and Child Neurology, 37, 56-71.
  4. Botvin, G. and McAlister, A., (1981). Cigarette smoking among children and adolescents: Causes and prevention. In C.B. Arnold (Ed.) Advances in Disease Prevention (New York: Springer Publishing Company), p. 222.
  5. Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, (1994). American Psychiatric Association.
  6. Fogelmann, K. and Manor, O., 1988. Smoking in pregnancy and development into early adulthood. British Medical Journal, 297, 1233-1236.
  7. Fried, P.A., O’connell, C. M and Watkinson, B., 1992. 60-and 72-month follow-up of children prenatally exposed to marijuana, cigarettes, and alcohol: Cognitive and language assessment. Developmental and Behavioral Pediatrics, 13, 383-391.
  8. Fried, P. A. and Watkinson, B., 1988. 12- and 24-months neurobehavioral follow-up of children prenatally exposed to marihuana, cigarettes and alcohol. Neurotoxicology and Teratology, 10, 305-313.
  9. Gauger, L.M., Lombardino, L.J and Leonard, C.M (1997). Brain morphology in children with specific language impairment. Journal of Speech and Hearing Research, 40 (6), 1272-1284.
  10. Gusella, J. and Fried, P.A., (1984). Effects of maternal social drinking and smoking on offspring at 13 months. Neurobehavioral Toxicology and Teratology, 6, 13-17.
  11. Leonard, L. B., (1998). Children with specific language impairment. Cambridge, MA, USA: The Mit Press.
  12. Mcgee, R. and Stanton, W. R., (1994). Smoking in pregnancy and child development to age 9 years. Journal of Pediatrics and child Health, 30, 263-268.
  13. Naeye, R. and Peters, E., (1984). Mental development of children whose mothers smoked during pregnancy. Obstetrics and Gynecology, 64, 601-607.
  14. Newcomer & Hammill, (1991). TOLD-P-2 TEST OF LANGUAGE DEVELOPMENT-PRIMARY. Pro-Ed.
  15. Olds, D., Hederson, C. and Tatelbaum, R., 1994. Intellectual impairment in children of women who smoke cigarettes during pregnancy. Pediatrics, 93, 221-227.
  16. Palmour, R.M., (1997). Genetic studies of specific language impairment. Journal of Neurolinguistics, 10 (2-3), 215-230
  17. Richardson, G. A., Day, N. L. and Goldschmidt, L., 1995. Prenatal alcohol, marijuana, and tobacco use: Infant mental and motor development. Neurotoxicology and teratology, 17, 479-487.
  18. Τomblin, J.B., (1989). Familiar concentration of developmental language impairment. Journal of Speech and Hearing Disorders, 54, 287-295